κακοποιοῦ

κακοποιοῦ
κακοποιέω
do ill
pres imperat mp 2nd sg (attic)
κακοποιέω
do ill
imperf ind mp 2nd sg (attic)
κακοποιός
doing ill
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • Ζωροάστρης ή Ζαρατούστρας — (7ος αι. π.Χ.). Ιδρυτής του ζωροαστρισμού, περσικής θρησκείας που διήρκησε έως την ισλαμική κατάκτηση. Η έννοια του ονόματος Ζ. δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί· η πιθανότερη ετυμολογία είναι ίσως ο άνθρωπος με τις γέρικες καμήλες. Μερικοί μελετητές… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλυποψία — η η τάση να υποπτεύεται κανείς κάτι κακό, καχυποψία: Η φιλυποψία του αστυνομικού οδήγησε στη σύλληψη του κακοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”